Το παλαιό το σπίτι

palio-spiti

Σήμερα βρέθηκα τυχαία, σ’ ένα παλαιό σπίτι. Το σπίτι χτίστηκε το ’36 αν θυμάμαι καλά. Το κατάλαβα αμέσως μόλις στάθηκα στην εξώπορτα. Αφήνω τη μηχανή κι έψαχνα το νούμερο. Μόλις συνηδειτοποίησα ότι βρίσκομαι μπροστά του, μένω για λίγη ώρα να παρατηρώ. Ε, κάπως έτσι δεν γίνεται πάντα; Στην αρχή αμηχανία, μετά αναμνήσεις, βιωμένες κι αβίωτες, όνειρα. και μετά στυγνός ρεαλισμός, τα κλασικά. Τώρα που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήταν λες κι έπαιζα σε ασπρόμαυρη ταινία, και περίμενα στο κατώφλι την όμορφη κοπελιά. Θα ‘θελα πολύ ο άτιμος.

Χτυπάω το κουδούνι, “πρώτος όροφος”. Ανεβαίνω τα σκαλιά κι έπειτα είναι λες και χάνομαι από τον προηγούμενο κόσμο κι εισήλθα σε έναν παράλληλο. Πολύ classic να το γράφω και να το διαβάζετε, αλλά όταν γίνεται είναι τόσο όμορφο εκείνη τη στιγμή. Και δυστυχώς, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ειπωθεί. Μέχρι και τα άτομα που γνώρισα, ταίριαζαν σε συμπεριφορά και στυλ, σε μια άλλη εποχή. Βεβαίως όταν έγιναν όλα αυτά, δεν σκεφτόμουν και πολύ. Απλά βίωνα. Κι είναι τόσο ωραίο να βιώνεις. Τόσο φυσικό. Κάνοντας τον απολογισμό μου, είπα: “Ωραίο σπίτι ρε πούστη, θα έμενα εκεί”.

Γενικά είμαι απο κείνους που δεν ενδιαφέρονται και τόσο για ένα σπίτι. Ίσα ίσα να καούν όλα να τελειώνουμε. Μπας και καταλάβουμε δηλαδή, ότι δεν μπορούμε να ιδιοποιηθούμε ατομικά μία κοινωνική συλλογική ανάγκη, γιατί όπως και να το κάνεις, το να προστατεύεσαι από τις καιρικές συνθήκες δεν είναι μία ανακη που ανήκει σε “κάποιους”, αλλά σε όλους – ο άστεγος που δεν την παλεύει έξω στο κρύο τι να κάνει; Πέραν αυτού όμως, κρίνοντας από το ότι η πραγματικότητα είναι τόσο υλική όσο το φαί που πρέπει να φάμε για να αναπαραχθούμε, το φαί που δεν είναι δεδομένο για όλους και αυτό είναι ένα σκληρό δεδομένο – το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη, θα ήθελα όντως να μένω σε ένα “άσυλο” που να μου ενέπνεε κάτι. Οτιδήποτε ρε παιδί μου. Για όσο κι αν βρισκόμουν μέσα σε αυτό. Όλοι θα το ήθελαν αυτό. Και το έχουν αλλά από την ανάποδη – με όρους προπαγάνδας – αποχαύνωσης – μιζέριας και πάει λέγοντας. Εγώ θα ήθελα, μία πραγματικότητα που να μου εμπνέει συνεχώς τη δημιουργικότητα. Ιδανικό ε; το άσυλο λοιπόν, ίσως εντάσσεται μέσα σε αυτή τη πραγματικότητα.

Κάποτε μου είπε μια κοπελιά, ότι είναι πολύ ωραίο να περπατάς ανάμεσα από σπίτια που είναι όμορφα εμφανισιακά. Εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω. Έλεγα, μα καλά πώς ένα σπίτι μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ωραία; Και πώς μπορείς να πεις ότι ένα σπίτι είναι όμορφο; και εν τέλει, κοίτα τις πολυκατοικίες. Απαπα. Τι είδες; Πόσο αντί φυσικό είναι να μένουν τόσοι άνθρωποι σε ένα μόνο τετράγωνο; Σκατά. Τώρα όμως καταλαβαίνω λιγάκι τι ήθελε να πει. Σίγουρα η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι. Σίγουρα αλλάζει, αρκεί να αλλάξουμε εμείς. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, ίσως θα έπρεπε, όχι να κυνηγάμε να φτιάξουμε μία πλαστή ωραιότητα μέσα στην ασχήμια, αλλά να “εκμεταλλευόμαστε”, καταλανώνοντας λίγη ενέργεια, πράγματα που ενδεχομένως μπορούν να μας κάνουν να “ζήσουμε” περισσότερο και να μάθουμε ακόμα περισσότερο. Για κάποιους είναι κακό. Αλλά μερικές φορές βοηθάει. Ας κοιτάξει ο καθένας για λίγο τη ζωή του. Όλοι το ‘χουμε κάνει (ανάλογα πάντα με την οικονομική κατάσταση που έχει ο καθένας) και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Το ζήτημα είναι πάντα να παραμείνουμε επαναστάτες, ακούγεται βαρύ, αλλά μόνο έτσι θα ζήσουμε ότι μας ανήκει. Και είναι “όλα” αυτά που μας ανήκουν. Τίποτα λιγότερο απ’ το “όλα”. Να το θυμάστε.

υγ1. Κάπου εκεί έξω είναι η ζωή. Όχι στα σπίτια. Να το θυμάσαι πάντα αυτό, γλυκιά μου ανάμνηση.

υγ2. Ένας φίλος. καθώς ξυπνάει το πρωί, αναρωτιέται τώρα που δεν έχει δουλειά: “Και τώρα τί;”. Ε “κάτι” θα έλεγα εγώ, δεν μπορεί…

Leave a comment